μουστερής

μουστερής
ο
αγοραστής, πελάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. musteri].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μουστερής — ο (λ. τουρκ.) 1. ο πελάτης, ο αγοραστής: Πέρασαν πολλοί μουστερήδες αλλά δεν ψώνισαν τίποτα. 2. μτφ., αυτός που ενδιαφέρεται να αποχτήσει κάτι: Ήρθαν αρκετοί μουστερήδες για να αγοράσουν το διαμέρισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μουστερής, Μιχάλης — (Λεμεσός Κύπρου 1919 –). Λογοτέχνης. Σπούδασε εμπορικές επιστήμες, ενώ διδάχθηκε και μαθήματα Φιλολογίας, Τέχνης, Θεάτρου κλπ. Σταδιοδρόμησε ως αρχιλογιστής σε ιδιωτική εταιρεία της Λεμεσού. Παράλληλα ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία. Έγραψε… …   Dictionary of Greek

  • θαμώνας — ο 1. αυτός που συχνάζει, που επισκέπτεται συχνά έναν τόπο («θαμώνας καφενείου») 2. πελάτης καταστήματος («θαμώνας παντοπωλείου»). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λόγια λέξη η οποία πλάστηκε αρχικά (1846) με τον τ. θαμώνης από τον Ιω. Ισ. Σκυλίτση, για να… …   Dictionary of Greek

  • muşteriu — MUŞTERÍU, muşterii, s.m. Cumpărător, client. – Din tc. müşteri. Trimis de ana zecheru, 13.09.2007. Sursa: DEX 98  MUŞTERÍU s. 1. v. client. 2. (la pl.) v. clientelă. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa: Sinonime  muşteríu s …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”